- τιθηνητηριος
- τιθηνητήριοςτῐθηνητήριος3кормящий, питающий
(οὖθαρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(οὖθαρ Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τιθηνητήριος — ία, ον, Α [τιθηνητήρ] θρεπτικός («τιθηνητήριον οὖθαρ», Πολυαίν.) … Dictionary of Greek
τιθηνητήριον — τιθηνητήριος nursing masc acc sg τιθηνητήριος nursing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)